- εὐδέψητος
- εὐδέψητος, ον, ([etym.] δεψέω)A well-tanned,
δέρματα Hp.Art.30
([comp] Sup.), cf. Gal.18(1).436.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δέρματα Hp.Art.30
([comp] Sup.), cf. Gal.18(1).436.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδέψητος — εὐδέψητος, ον (Α) ο κατεργασμένος καλά («τὰ δέρματα τὰ εὐδεψητότατα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *δεψητός «κατεργασμένος» (< δέψω «κατεργάζομαι», παράλληλος τ. τού δέφω με παρέκταση σ στο θ. τού ενεστώτα), πρβλ. α δέψητος, ωμο δέψητος] … Dictionary of Greek
εὐδεψητότατα — εὐδέψητος well tanned adverbial superl εὐδέψητος well tanned neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)